- φυσιοκράτης
- ο1. ο οπαδός της φυσιοκρατίας (βλ. λ.).2. στον πληθ., φυσιοκράτες οι οικονομολόγοι που ακολουθούν τα διδάγματα παλιάς σχολής της πολιτικής οικονομίας (Γάλλων κυρίως οικονομολόγων του 18ου αι.), που θεωρούσε κύρια πηγή πλούτου και ευημερίας των εθνών τη γεωργία (σε αντίθεση με τους εμποροκράτες).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.